- καταβατός
- καταβᾰτ-ός, ή, όν,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταβατός — καταβατός, ή, όν (AM) [καταβαίνω] μσν. 1. κατακόρυφος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταβατόν είδος καταρράκτη αρχ. 1. κατηφορικός, απόκρημνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταβατόν το κατεβατό … Dictionary of Greek
καταβατόν — καταβατός descending masc acc sg καταβατός descending neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβαταί — καταβατός descending fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβατή — καταβατός descending fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβατήν — καταβατός descending fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβατῷ — καταβατός descending masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβατῶν — καταβάτης one who dismounts masc gen pl καταβατός descending fem gen pl καταβατός descending masc/neut gen pl καταιβάτης descending in thunder and lightning masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβαστός — καταβαστός, όν (Μ) καταβατός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατα βι βασ τός με συλλαβική ανομοίωση < κατα βι βάζω] … Dictionary of Greek
καταιβατός — καταιβατός, ή, όν (Α) αυτός από τον οποίο μπορεί κάποιος να κατέβει. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. τού καταβατός. Το καται πιθ. κατ επίδραση τού καταιβάτης] … Dictionary of Greek
καταβατάς — καταβατά̱ς , καταβατός descending fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)