καταβατός

καταβατός
καταβᾰτ-ός, ή, όν,
A descending, steep, ὁδός Sch.A.R. 2.353, cf. Porph.Antr.23; v. καταιβατός.
II καταβατόν, τό, = σελίς, Hdn.Epim.2, 122, cf. Hsch. s.v. σελίς.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταβατός — καταβατός, ή, όν (AM) [καταβαίνω] μσν. 1. κατακόρυφος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταβατόν είδος καταρράκτη αρχ. 1. κατηφορικός, απόκρημνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταβατόν το κατεβατό …   Dictionary of Greek

  • καταβατόν — καταβατός descending masc acc sg καταβατός descending neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβαταί — καταβατός descending fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβατή — καταβατός descending fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβατήν — καταβατός descending fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβατῷ — καταβατός descending masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβατῶν — καταβάτης one who dismounts masc gen pl καταβατός descending fem gen pl καταβατός descending masc/neut gen pl καταιβάτης descending in thunder and lightning masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβαστός — καταβαστός, όν (Μ) καταβατός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατα βι βασ τός με συλλαβική ανομοίωση < κατα βι βάζω] …   Dictionary of Greek

  • καταιβατός — καταιβατός, ή, όν (Α) αυτός από τον οποίο μπορεί κάποιος να κατέβει. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. τού καταβατός. Το καται πιθ. κατ επίδραση τού καταιβάτης] …   Dictionary of Greek

  • καταβατάς — καταβατά̱ς , καταβατός descending fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”